- ακουστικός
- η , ό[ν]1) слуховой;
ακουστικό νεύρο — слуховой нерв;
2) акустический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακουστικό νεύρο — слуховой нерв;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀκουστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
ακουστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την ακοή: Aκουστικός πόρος. – Aκουστικό νεύρο κτλ. 2. αυτός που διατηρεί ζωηρότερες τις ακουστικές παρά τις οπτικές παραστάσεις: Οι ακουστικοί τύποι είναι σπανιότεροι από τους οπτικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικός αντικατοπτρισμός — Το φαινόμενο της ολικής ανάκλασης των ηχητικών κυμάτων. Είναι αντίστοιχο με τον συνηθισμένο οπτικό αντικατοπτρισμό … Dictionary of Greek
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
ακουστικός ταλαντωτής — Παλλόμενο αντικείμενο που παράγει ακουστικές ταλαντώσεις. Το κύμα που παράγει ο α.τ. έχει τέτοια συχνότητα ώστε να γίνεται αντιληπτό ως ήχος. Ο α.τ. ονομάζεται και ηχητικός ταλαντωτής … Dictionary of Greek
ακουστικός φλοιός — Τμήμα του εγκεφάλου, που δέχεται και ερμηνεύει τα σήματα από τα αφτιά … Dictionary of Greek
ἀκουστικά — ἀκουστικός of neut nom/voc/acc pl ἀκουστικά̱ , ἀκουστικός of fem nom/voc/acc dual ἀκουστικά̱ , ἀκουστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστικώτερον — ἀκουστικός of adverbial comp ἀκουστικός of masc acc comp sg ἀκουστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστικῶν — ἀκουστικός of fem gen pl ἀκουστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστικόν — ἀκουστικός of masc acc sg ἀκουστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)